Wednesday, October 26, 2005

Το ενδέκατο τσιγάρο

Ξύπνησε νοιώθοντας το κεφάλι του βαρύ, τρόπος του λέγειν ξύπνησε, γιατί πώς να κοιμηθείς στους σαρανταπέντε βαθμούς με την καταραμένη αντλία ντάπα-ντούπα πίσω από τον μπουλμέ.
Είναι και οι εφτά μήνες μακριά από τη Μαρία –το Μαριώ του-, που τον κάνουν σαν κλείνει τα μάτια του να βλέπει πάντα τον αφαλό της, άλλο και τούτο, σημαδιακό θα ‘ναι, ισόβιος λώρος με τη δροσερή θέρμη της που τον συνεπαίρνει όταν σφίγγεται επάνω του και του ψιθυρίζει μυρίζεις θάλασσα, πάλι με απάτησες μ’ αυτή.
Θα σταματήσω, της είχε πει πριν δέκα χρόνια. Και πριν εννιά, και πριν οκτώ, και, και, και πριν εφτά μήνες.
Κοίταξε από το φινιστρίνι. Μούργα. Μπουνάτσα του κερατά για δέκατη μέρα. Γύρισε στον καθρέφτη. Τα μάτια του γκρίζα σαν τη θάλασσα τον αντικοίταζαν επιτιμητικά.
Πώς να σταματήσεις ρε φιλάρα; Το τέλος είναι θάνατος, κάθε τέλος είναι ένας θάνατος, βγες στο ντεκ να ανασάνεις.
Έριξε μια χούφτα νερό στο πρόσωπό του, πέρασε τις βρεγμένες παλάμες του στο λαιμό του κι έβαλε μια γουλιά νερό στο στόμα του να το ξεπλύνει. Το έφτυσε σχεδόν αμέσως.
Φτου, είκοσι χρόνια τώρα, το μόνο που δεν αντέχω είναι αυτή η μυρουδιά της λαμαρίνας στο νερό, σου καίει το λαιμό και κάθεται σαν μολύβι στο στομάχι. Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε στο διάδρομο.
Μήτσο, φώναξε στο μάγειρα απέναντι που γέμιζε το καζάνι της βραδινής μακαρονάδας, φτιάξε ένα φραπεδάκι, γλυκό να πάρει ο διάολος, μπας και ξεγελάσω τις ξινίλες. Θα ‘μαι πρύμα στο βίντσι.
Έρχεται καπετάν Κώστα, με νερό απ’ τη Γαλλία, είπε ο μάγειρας. Μήπως θες αυτό με τις μπουρμπουλήθρες; Χέσε μας ρε μάγειρα, αυτό είναι για τους φλώρους, είπε γελώντας και βγήκε στην πρύμη.
Ακούμπησε στα ρέλια κατάπρυμα και το βλέμμα του ακολούθησε τη γραμμή του απόνερου να χάνεται στο βάθος. Ίσια, ολόισια, ε, ρε τι κάνει η τεχνολογία με τους αυτόματους πιλότους, σκέφτηκε. Παλιά, όταν τιμόνευαν οι ναύτες, έβλεπες στο απόνερο το σκέρτσο του καθενός, την καπατσοσύνη ή την ατζαμίλα του. Ο καπετάνιος όταν κοιτούσε τη γραμμή που άφηνε η προπέλα οργώνοντας τη θάλασσα, ήξερε ποιος τιμόνευε. Τ’ απόνερο είναι η υπογραφή σου, του ‘χε πει ένας παλιότερος στη Σχολή.
Το χέρι του, μηχανικά, πήγε στην τσέπη του πουκαμίσου του. Η Σχολή… Τι μου ‘ρθε τώρα, ωραία ήταν, σκέφτηκε καθώς έπαιζε το πακέτο στα χέρια του. Σάμπως θυμόμαστε τα δύσκολα; Και στο χωριό η ζωή δύσκολη ήταν. Παπούτσια μόνο την Κυριακή, κρέας στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, α, εκεί που ήταν η πηγή. Τι νερό Θεέ μου. Όχι σαν και τούτο.
Ένας γλυκός με γαλλικό χωρίς μπουρμπουλήθρες, έφτασεε, είπε ο μάγειρας και ακούμπησε το ποτήρι στο βίντσι. Ευχαριστώ μάγειρα, του είπε και ρούφηξε αργά μια μεγάλη γουλιά.
Ωραίος, γλυκός σαν το Μαριώ μου, πώς μου ‘ρθε πάλι, να κι ο αφαλός που να πάρει, δυο μέρες μείναν να γείρω το κεφάλι μου και να με πάρει ο ύπνος απάνω του και το Μαριώ να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο.
Άνοιξε το πακέτο, δεκαπέντε σε παράταξη μέτρησε, λείπανε δέκα. Διάλεξε ένα που του φάνηκε πως πήγε να κρυφτεί. Έλα εδώ, του είπε. Χτύπησε δυνατά το φίλτρο στο νύχι του αριστερού του αντίχειρα. Το γιατί δεν τον απασχόλησε ποτέ. Έτσι έκανε ο πατέρας του όταν αυτός, στα δώδεκά του, κόπιαρε κάθε του κίνηση. Κύλησε το τσιγάρο στα δάχτυλα κοιτάζοντάς το. Δέκα την ημέρα, του είχε πει ο γιατρός πριν από αυτό το μπάρκο. Κι είσαι το ενδέκατο, πανάθεμά σε. Αλλά τι ξέρει κι αυτός, μόνο νικοτίνες, μικοτίνες, νίτρα, κίτρα και πράσιν’ άλογα ξέρει να μετράει και να εξηγεί, αυτό πειράζει εδώ, το άλλο πειράζει εκεί, λες και δεν πειράζει το ξέρασμα της τσιμινιέρας ή το παλιόνερο στο βαπόρι, εσύ αγόρι μου θα με πειράξεις;
Αγόρι μου; Τι να κάνει τέτοια ώρα ο Θοδώσης; Να δεις, ο κερατούκλης θα ‘ναι κολλημένος στο Νιτέντο που του έστειλα απ’ τη Βοστόνη. Κακό πράγμα ο εθισμός σ’ αυτό το μαραφέτι, αποφάνθηκε και έβαλε το τσιγάρο στο στόμα.
Το ξανά ‘βγαλε για να ρουφήξει μια τζούρα καφέ ακόμη. Έπαιξε μηχανικά με το καπάκι του Ζίπο, κλικ άνοιγε, κλακ έκλεινε, ακουμπώντας το φίλτρο στην άκρη των χειλιών του.
Θα σ’ ανάψω, χαμένο, μισή ντροπή δική σου, μισή δική μου. Σάμπως μας βλέπει ο δόκτορας;
Ο ήλιος κατέβαινε σβήνοντας αργά, δευτερόπρυμα αριστερά, στη θάλασσα και, κλικ, τίναξε αποφασιστικά το καπάκι με το δάχτυλό του. Η μυρουδιά της νάφθας τον βάρεσε στη μύτη. Αυτό ρε ντόκτορα δε μας πειράζει; Το τσιγάρο του Θεού σε πείραξε; Κλακ. Έκλεισε το καπάκι και ρούφηξε δυνατά το τσιγάρο. Σβηστό.
Ένας ανεπαίσθητος Μαΐστρος δρόσισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του. Έπαιξε ξανά το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα κοιτώντας το, ανάβοντάς το με το νου του όπως τότε, στη φουρτούνα, που ‘μπαινε το νερό στη Γέφυρα κι έβρεχε τα πάντα, χάρτες, όργανα, ανθρώπους και τσιγάρα, ναι τσιγάρα, και που να κατέβει στην καμπίνα για να πάρει φρέσκο πακέτο. Τότε που περίμενε ν’ ακούσει ο Άι Νικόλας τις προσευχές του ή να φοβηθεί τις βλαστήμιες του και να καταλαγιάσει τη θάλασσα για να ανάψει επιτέλους το τσιγάρο, να κοιτάξει τον καπνό να παίρνει σχήματα αγαπημένων προσώπων, δέντρων, σύννεφων, χωριών κι ό,τι άλλο του ‘λειψε και λαχταρά και δεν είχε χρόνο να σκεφτεί στην πάλη του με τα κύματα.
Ο ήλιος κοκκίνισε. Δυο νύχτες ακόμη και πιάνουμε Θεσσαλονίκη. Να μη ξεχάσω να δω την ανατολή μεθαύριο, σκέφτηκε και το βλέμμα του έπεσε στο ξεχασμένο στο χέρι του τσιγάρο.
Ήρθε η ώρα σου μεγάλε, του είπε. Κλικ, τσαφ. Μισό εγώ, μισό το μαϊστράλι τράκα.
Στην πρώτη βαθιά ρουφηξιά, ο ήλιος έγερνε στον αυχένα του μακρινού βουνού. Φύσηξε αργά τον καπνό προς τα εκεί και είδε, πώς του ‘ρθε πάλι, το κεφάλι του να γέρνει στον αφαλό της….

Labels:

1 Comments:

At Thu Oct 27, 10:20:00 AM, Blogger Κωστής Γκορτζής said...

Τιμή μου... Να 'σαι καλά!

 

Post a Comment

<< Home